- ἐπικάμπιος
- ἐπικάμπιοςcurvedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικάμπιος — ἐπικάμπιος, ον (Α) [επικάμπτω] 1. επικαμπής, κυρτός 2. «ἐπικάμπιος τάξις» διάταξη μάχης κατά την οποία η μία ή και οι δύο πτέρυγες σχηματίζουν γωνία προς το μέσο τής φάλαγγας και προωθούνται για να πλευροκοπήσουν τον εχθρό ή οπισθοχωρούν για να… … Dictionary of Greek
ἐπικάμπιον — ἐπικάμπιος curved masc/fem acc sg ἐπικάμπιος curved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαμπίου — ἐπικάμπιος curved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαμπίους — ἐπικάμπιος curved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαμπίῳ — ἐπικάμπιος curved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικάμπια — ἐπικάμπιος curved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)